Ισοκράτης, Αρεοπαγιτικός

Ισοκράτης, Αρεοπαγιτικός. Η υπόθεση του λόγου

Ο Αρεοπαγιτικὸς λόγος του Ισοκράτους ολοκληρώθηκε μάλλον το 355 ή 354 π.Χ., μετά το τέλος του «Συμμαχικού» πολέμου, -αν και μερικοί τον χρονολογούν πριν την έναρξη του πολέμου- ενός πολέμου που σήμανε το τέλος της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας. Είχε προηγηθεί η αποστασία της Χίου, Ρόδου και Κω από τη Β' Αθηναϊκή συμμαχία (357 π.Χ.), οι στρατιωτικές αποτυχίες των Αθηναίων, και η αποδοχή εκ μέρους τους της ανεξαρτησίας των παλαιών τους συμμάχων (ειρήνη του 355 π.Χ.).

Δεδομένου ότι και σ’ αυτή την περίοδο οι Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να απαλλαγούν από τα αμαρτήματα της αλαζονείας, του αυταρχισμού και της δίψας για όλο και περισσότερη δύναμη, εύλογο ήταν να εξαχθεί από ορισμένους το συμπέρασμα ότι η σωτηρία της Αθήνας βρισκόταν στην παραίτηση από τις ηγεμονικές τους διαθέσεις και στην επιστροφή στα παλαιά, πατροπαράδοτα ήθη.
Σ’ αυτούς τους αρνητές της ηγεμονικής πολιτικής και νοσταλγούς του αττικού παρελθόντος ανήκει και ο Ισοκράτης, ο οποίος, μέσα από τους δύο αλληλένδετους λόγους του, τον Αρεοπαγιτικό και τον Περὶ Εἰρήνης, προσπαθεί να πείσει την κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας ηθικοπολιτικής «μεταρρύθμισης».
Με την πρότασή του για απόδοση στον Άρειο πάγο των παλαιών αρμοδιοτήτων του, ο Ισοκράτης ακολουθεί ένα ρεύμα πολιτικής σκέψης (αυτό των οπαδών της «πατρίου πολιτείας») που είχε εκφρασθεί από τον Κλειτοφώντα και άλλους, όταν, την κρίσιμη περίοδο μετά την καταστροφή στη Σικελία, είχε επιβληθεί στην Αθήνα η Βουλή των Τετρακοσίων (411 π.Χ.). Η πολιτική αυτή πρόταση επανέρχεται στο προσκήνιο μετά το τέλος του πολέμου, με υποστηρικτές τον Θηραμένη, τον Κλειτοφώντα, τον Άνυτο κ.ά., αλλά θα τεθεί στο περιθώριο από την «αμιγή» ολιγαρχία των Τριάκοντα.
Πρόκειται για μια ενδιάμεση -μεταξύ ολιγαρχίας και δημοκρατίας- τοποθέτηση. Αυτό σε άλλες περιπτώσεις ο Ισοκράτης υποδηλώνει, όταν μιλάει για «δημοκρατίαν ... ἀριστοκρατία μεμιγμένην» (Παναθηναϊκός, 153). Άλλωστε και η βουλή του Αρείου Πάγου -η οποία δεκαεφτά χρόνια μετά τα Μηδικά είδε τη δύναμή της να εξασθενεί και τις αρμοδιότητές της να περιορίζονται- αποτελούσε τη χαρακτηριστικότερη έκφραση του αριστοκρατικού πνεύματος.
Όσο κι αν οι «ηθικές» συνταγές του Ισοκράτη μοιάζουν κάποτε -κάποτε ανεδαφικές, όσο κι αν πίσω από τη ρητορεία περί «πατρίου» πολιτείας ηχούν πού και πού συντηρητικοί- ολιγαρχικοί τόνοι, είναι γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ο Αρεοπαγιτικὸς προβαίνει σε μια κριτική των λαϊκιστικών υπερβολών και των παρακμιακών χαρακτηριστικών της αθηναϊκής δημοκρατίας, που καταφέρνει και σήμερα να είναι επίκαιρη.

Περιεχόμενο, είδος, δομή

Ο ρήτορας δηλώνει στο προοίμιο (§§ 1-15) την πρόθεσή του να μιλήσει υπέρ της σωτηρίας της πόλεως των Αθηνών και ακολούθως ανασκευάζει την υποθετική αντίρρηση ότι η πόλη δεν κινδυνεύει, επισημαίνοντας την κρισιμότητα της γενικής κατάστασης.
Ως λύση στα αδιέξοδα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής ο Ισοκράτης προτείνει (§ 16) την επιστροφή στην παλαιά, πατρογονική δημοκρατία του Σόλωνος και του Κλεισθένους.
Στη συνέχεια (§§ 19 - 35) προβαίνει σε μια σύγκριση ανάμεσα στην παλαιά, ευεργετική για την πόλη, δημοκρατία, και τη νέα, πρόξενο μίσους και καταστροφών. Στοιχεία της πατρογονικής πολιτείας, όπως η αξιοκρατική ανάδειξη των αρχόντων, η ευσεβής τέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων, το πνεύμα αλληλεγγύης στις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους κ.λπ., καταδεικνύουν την υπεροχή της έναντι της νέας πολιτείας, η οποία βασίζεται στον ατομικισμό και την περιφρόνηση των παραδοσιακών αξιών.
Ακολουθεί μια πιο ειδική αναφορά στον κυρίαρχο κατά την παλαιά εποχή ρόλο του Αρείου Πάγου, ο οποίος με την άγρυπνη επιτήρηση της ζωής των πολιτών και το ενδιαφέρον του για τους νέους, διαμόρφωνε υπεύθυνους, ηθικούς, νέους πολίτες (§§ 36-49), σε αντίθεση με όσους κατέλυσαν τη δύναμή του επισωρεύοντας τα δεινά του πολέμου, της φτώχειας και της πλήρους εξαθλίωσης των πολιτών (§§ 50-55).
Στις επόμενες παραγράφους ο ρήτορας απαντά σε υποθετικές αιτιάσεις ότι εκφράζει ολιγαρχικές απόψεις, τονίζοντας την προσήλωσή του στην καλώς εννοουμένη δημοκρατία και αποδεικνύοντας -μέσω της σύγκρισης με την ολιγαρχία των Τριάκοντα- ότι ακόμα και η στρεβλή, κατοπινή δημοκρατία είναι προτιμότερη από μια τέτοια τυραννία (§§ 56-70). Εν τούτοις συμβουλεύει επιστροφή στην πατρογονική πολιτεία, γιατί θεωρεί ότι δεν αρκεί η αποφυγή του χειρότερου (των Τριάκοντα), αλλά προέχει η επιδίωξη του καλύτερου και του πλέον αντάξιου προς τη φύση και την παράδοση των Αθηναίων (§§ 71-77).
Στη συνέχεια προβαίνει σε μια ανακεφαλαίωση των θετικών που θα προκύψουν από τη μεταβολή της πολιτείας, τόσο στις εξωτερικές σχέσεις με τους λοιπούς Έλληνες και τους βαρβάρους, όσο και στο εσωτερικό της πόλης όπου κυριαρχεί διχόνοια, φτώχεια και αδιαφορία για τα κοινά (§§ 78-83).
Τέλος, κλείνει τον λόγο του με μια προτροπή προς τους συμπολίτες του να μιμηθούν τους προγόνους τους, συμβάλλοντας στη σωτηρία της πόλης και όλων των Ελλήνων (§ 84).
Ο λόγος είναι εν μέρει εγκωμιαστικός και εν μέρει συμβουλευτικός, και επομένως ανήκει σ’ ένα μικτό είδος. Πρέπει όμως να τονισθεί ότι το εγκωμιαστικό μέρος, παρ’ όλο που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του λόγου (εγκώμιο της πατρίου πολιτείας, του Αρείου Πάγου και της δημοκρατίας), υπηρετεί στην ουσία το συμβουλευτικό (πρόταση για επαναφορά της πατρογονικής δημοκρατίας του Σόλωνος και του Κλεισθένους και συνεπώς αποκατάσταση των παλαιών εξουσιών του Αρείου πάγου).
Η δομή του λόγου δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί τυπική, λόγω του ότι και ο λόγος, ως μικτός, δεν ακολουθεί ένα στερεότυπο σχήμα.

Σε γενικές γραμμές, τα βασικά του μέρη είναι τα εξής:
1. Πρόλογος (§§ 1-19), ο οποίος συνίσταται σε:
α) Προοίμιο (§§ 1-15) και
β) Πρόθεση (§§ 16-19).

2. «Πίστεις» (§§ 20-76).
Λόγω της ιδιοσυστασίας του λόγου, έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα εγκωμίων, συμβουλών και παραινέσεων.

3. Επίλογος (§§ 77-84), ο οποίος συνιστά μια «αντιπαραβολή», ανακεφαλαιωτική δηλαδή σύγκριση του παρόντος προς το παρελθόν1.


1. Ρητορικά Κείμενα Β΄ ΓΕΛ, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2008, σσ. 323-325.