Ισοκράτης, Παναθηναϊκός

Ισοκράτης, Παναθηναϊκός. Η υπόθεση του λόγου

«Στον λόγο του αυτόν, τον οποίον ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών, ο Ισοκράτης επαινεί την Αθήνα, παρουσιάζει και υπερασπίζεται το έργο του και προβληματίζεται αναφορικά με το ιδανικό πολίτευμα». Υπάρχουν επίσης παρεκβάσεις που υπαινίσσονται τον Φίλιππο ως νέο ηγέτη των Ελλήνων. Κατά βάση όμως ο λόγος είναι ένα εγκώμιο του ρήτορα για τη δημοκρατική Αθήνα.

Στο προοίμιο κάνει μια αποτίμηση του βίου του. Αναφέρεται «στα φυσικά του προτερήματα και ελαττώματα, που καθόρισαν και τον τρόπο ενασχόλησής του με τη ρητορική και την πολιτική, καθώς και σε όσους συκοφάντησαν κατ' επανάληψη τα έργα του και τον κατηγόρησαν ότι απέρριπτε όλες τις πνευματικές ενασχολήσεις και δημιουργήματα εκτός από τα δικά του».
«Προχωρώντας στον έπαινο της Αθήνας αφηγείται τις ευεργεσίες της προς τους υπόλοιπους Έλληνες και δείχνει ότι, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι δεν ενδιαφέρθηκαν για την επέκταση της χώρας τους, αλλά για την αντιμετώπιση των βαρβάρων και την αρωγή προς τους υπόλοιπους Έλληνες. Φτάνει, έτσι, στην εποχή των περσικών πολέμων» και του δίνεται η δυνατότητα να μιλήσει για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, που υπήρξε σωτήρια για όλη την Ελλάδα.
«Ο ρήτορας στη συνέχεια συγκρίνει τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονταν προς τους συμμάχους τους κατά τα χρόνια της ηγεμονίας τους οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, προσπαθώντας να αποδείξει ότι οι πρώτοι ήταν ηπιότεροι και μετριοπαθέστεροι. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι, ενώ οι Αθηναίοι υπέταξαν κάποια μικρά και ασήμαντα νησιά, οι Σπαρτιάτες υποδούλωσαν σπουδαίες πόλεις της Πελοποννήσου, ανάμεσά τους και το Άργος, την πατρίδα του Αγαμέμνονα. Η αναφορά σε αυτόν οδηγεί τον ρήτορα σε μια εκτενή παρέκβαση-εγκώμιο του βασιλιά των Μυκηνών, πριν περάσει σε ευθεία επίθεση εναντίον των πρακτικών και των ενεργειών της Σπάρτης. Αντικείμενο πραγμάτευσης γίνεται κατόπιν το πολίτευμα της Αθήνας με αφετηρία τα χρόνια της βασιλείας, οπότε δίνεται στον ρήτορα η ευκαιρία να παραθέσει τεκμήρια της ανδρείας ενός άλλου διαπρεπούς βασιλιά, του Θησέα».
«Ο ρήτορας αποδίδει την ηγεμονική θέση που είχε καταλάβει κάποτε η Αθήνα στο πολίτευμά της, που για πολλούς αιώνες εξασφάλιζε την εύρυθμη λειτουργία της πόλης και την αξιοκρατία. Συνεχίζοντας τον έπαινο των προγόνων, κάνει λόγο για τις ανιδιοτελείς ευεργεσίες τους προς τους άλλους Έλληνες, για να ισχυρισθεί κατόπιν ότι, αντίθετα με τις αντιλήψεις πολλών, οι Αθηναίοι ξεπερνούσαν τους Σπαρτιάτες ακόμη και στην πολεμική αρετή. Προσπαθώντας να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του, εξιστορεί τον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσαν οι Σπαρτιάτες να επιβληθούν σε όσους υπέταξαν κατά την άφιξή τους στην Πελοπόννησο, στερώντας τους ηττημένους από την ελευθερία και την αξιοπρέπειά τους».