Λυσίας, Κατά Διογείτονος

Λυσίας, Κατά Διογείτονος. Η υπόθεση του λόγου

Ο λόγος αυτός αφορά την εκδίκαση μιας υπόθεσης σχετικά με την κακή άσκηση καθηκόντων επιτρόπου ανηλίκων ορφανών.
Η υπόθεση είναι η εξής:

Ο Διόδοτος και ο Διογείτων ήταν αδέρφια από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα. Είχαν μοιράσει την κινητή περιουσία, ενώ κατείχαν εξ αδιαιρέτου την ακίνητη. Όταν ο Διόδοτος είχε κερδίσει πολλά χρήματα από το θαλάσσιο εμπόριο, τον πείθει ο Διογείτων να παντρευτεί την κόρη του, που την είχε μοναχοκόρη. Και αποχτάει δυο γιους και μια κόρη.
Έπειτα από αρκετό καιρό κατατάχθηκε ο Διόδοτος οπλίτης υπό τον Θράσυλλο. Κάλεσε τότε τη γυναίκα του, που ήταν κόρη του αδελφού του, και συγχρόνως τον πατέρα της και δικό του πεθερό και αδελφό, παππού δε των παιδιών και θείο, και του παραδίδει μια διαθήκη και πέντε αργυρά τάλαντα προς φύλαξη, επειδή νόμιζε ότι, λόγω αυτών των συγγενικών δεσμών, κανένας άλλος δεν θα ήταν πιο ενδεδειγμένος για να φερθεί με δικαιοσύνη στα παιδιά του.
Αποκάλυψε ακόμη ότι είχαν δοθεί ως ναυτικά δάνεια επτά τάλαντα και σαράντα μνες … και ότι του χρωστούσαν δύο χιλιάδες δραχμές στη Χερσόνησο. Του άφησε επίσης εντολή, αν πάθαινε κάτι, να δώσει ένα τάλαντο προίκα στη γυναίκα του και ό,τι υπήρχε στον κοιτώνα, και ένα τάλαντο στην κόρη του. Άφησε τέλος είκοσι μνες στη γυναίκα του και τριάντα στατήρες Κυζίκου.
Αφού τα έκανε αυτά και άφησε αντίγραφο στο σπίτι, έφυγε για την εκστρατεία με τον Θράσυλλο. Όταν ο Διόδοτος σκοτώθηκε στην Έφεσο, ο Διογείτων για ένα χρονικό διάστημα απέκρυπτε από την κόρη του τον θάνατο του άντρα της και πήρε την καταγραφή που είχε αφήσει σφραγισμένη, ισχυριζόμενος ότι έπρεπε με αυτό το γραπτό τεκμήριο να εισπράξει τα ποσά που είχαν δοθεί ως ναυτικά δάνεια.
Όταν καθυστερημένα τους ενημέρωσε για τον θάνατό του και ετέλεσαν τα καθιερωμένα, τον πρώτο χρόνο έμεναν στον Πειραιά. Ο λόγος ήταν ότι εκεί βρίσκονταν όλα τα τρόφιμα. Όταν εκείνα άρχισαν να εξαντλούνται, στέλνει τα παιδιά στην πόλη και συνάμα παντρεύει τη μητέρα τους δίνοντάς της προίκα πέντε χιλιάδες δραχμές - χίλιες λιγότερες από το ποσό που ο άντρας της είχε αφήσει εντολή να της δοθεί.
Οχτώ χρόνια αργότερα, όταν ενηλικιώθηκε το μεγαλύτερο από τα αγόρια, τα κάλεσε ο Διογείτων και τους είπε ότι ο πατέρας τους τούς είχε αφήσει είκοσι αργυρές μνες και τριάντα στατήρες. «Εγώ έως τώρα έχω ξοδέψει πολλά από τα δικά μου για να σας μεγαλώσω. Όσον καιρό είχα, ποσώς με απασχολούσε. Τώρα ωστόσο πένομαι και ο ίδιος. Εσύ λοιπόν, αφού έχεις υποβληθεί ήδη στη διαδικασία της δοκιμασίας και ενηλικιώθηκες, σκέψου πλέον μόνος σου πώς θα εξασφαλίσεις τα προς το ζην».


Απόδοση στη ν.ε. (μετάφραση) Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΚΕΓ.