Δημοσθένης, Προς Άφοβον υπέρ Φάνου ψευδομαρτυριών

Δημοσθένης, Προς Άφοβον υπέρ Φάνου ψευδομαρτυριών. Η υπόθεση του λόγου

Ο πατέρας του Δημοσθένη ήταν μαχαιροποιός και πέθανε, όταν ο ρήτορας ήταν ανήλικος. Πριν τον θάνατό του όρισε επιτρόπους και διαχειριστές της περιουσίας του τον Δημοφώντα, τον Άφοβο και τον Θηριππίδη. Η περιουσία του οίκου ήταν 14 τάλαντα. Ο Δημοφών ανέλαβε την επιτροπεία της αδελφής του, ο Άφοβος της μητέρας του και ο Θηριππίδης ανέλαβε την επιτροπεία του ρήτορα.

Οι επίτροποι κατασπατάλησαν την περιουσία και γι’ αυτό ο Δημοσθένης έσυρε σε δίκη τους υπαίτιους. Όταν ενηλικιώθηκε, σύμφωνα με δικές του εκτιμήσεις, η περιουσία του, με την επικαρπία των χρόνων που ασκούνταν η επιτροπεία, έπρεπε να ανέρχεται στα 30 τάλαντα. Μήνυσε λοιπόν τον Άφοβο και ζήτησε από αυτόν το μερίδιο που του αναλογούσε, το 1/3 της διαχείρισης, δηλαδή 10 τάλαντα.
Κατά του Αφόβου έγιναν από τον ρήτορα δύο δίκες (Κατά Αφόβου Α΄ και Κατά Αφόβου Β΄) για απόδοση της περιουσίας του.
Ο Άφοβος από την πλευρά του τον έσυρε στο δικαστήριο ζητώντας τον Μιλύαν, έναν δούλο του σπιτιού του Δημοσθένη (εξήτει παρά Δημοσθένους Μιλύαν εις βάσανον).
Ο Δημοσθένης με τον λόγο του αυτόν προσπαθεί να πείσει το δικαστήριο ότι ο Άφοβος λέει ψέματα, γιατί στον Μιλύα αποδόθηκε η ελευθερία πριν πεθάνει ο πατέρας του και επικαλείται τη μαρτυρία του Φάνου. Παράλληλα βρίσκει την ευκαιρία να κατηγορήσει τον Άφοβο για όλα τα προηγούμενα και να προδιαθέσει το δικαστήριο αρνητικά γι’ αυτόν.